καγκελάριος

καγκελάριος
Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη Γερμανική αυτοκρατορία ο κ. ήταν αρχικά επιφορτισμένος με την επίβλεψη της έκδοσης των βασιλικών διαταγμάτων και τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους. Στη συνέχεια, με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, έγινε ο πρώτος δικαστικός άρχοντας του βασιλείου, απέκτησε το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή των βασιλικών αξιωματούχων και ορίστηκε αντικαταστάτης του βασιλιά σε περίπτωση απουσίας του. Από το 1871 έως το 1919 ο κ. ήταν ο μόνος υπεύθυνος υπουργός της Γερμανίας απέναντι στον αυτοκράτορα και προέδρευε τόσο στην Άνω Βουλή όσο και στο αυτοκρατορικό συμβούλιο των γερμανικών κρατιδίων. Με την ψήφιση του συντάγματος του 1919 ο διορισμός του αποφασιζόταν από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, αλλά για την τυπική του επικύρωση χρειαζόταν η έγκριση της πλειοψηφίας της βουλής. Όταν έγινε κ. της Γερμανίας ο Χίτλερ, έσπευσε να καταργήσει το αξίωμα του προέδρου και συγκέντρωσε στα χέρια του τις εξουσίες του αρχηγού της κυβέρνησης και του κράτους.
* * *
ο (Μ καγκελ[λ]άριος)
νεοελλ.
(σε ορισμένα κράτη)
1. πρωθυπουργός («ομοσπονδιακός καγκελάριος» — ο πρωθυπουργός τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας)
2. υπουργός Εξωτερικών ή ανώτατος υπάλληλος υπουργείου και ειδικότερα τών Εξωτερικών
3. (ιστ.) αρχιγραμματέας μερικών βασιλέων ή ηγεμόνων
4. (στην Αγγλία) τίτλος τού γραμματέα ή τού τοποτηρητή επισκόπου ή άλλου αξιωματούχου τής Εκκλησίας
5. (στη Σκωτία) τίτλος τού προϊσταμένου τών ενόρκων
6. (ιστ.) πρώτος γραμματέας ξένης πρεσβείας ή προξενείου
7. (σε μερικά πανεπιστήμια) τίτλος τού πρύτανη
μσν.
1. κλητήρας ή γραμματέας ο οποίος μεταβίβαζε τις αποφάσεις τού δικαστηρίου μέσω κιγκλιδωτής πύλης
2. (στο Βυζάντιο) αρχιγραμματέας τής αυτοκρατορίας ή αρχιλογιστής τού δημοσίου, λογοθέτης
3. συμβολαιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. cancellarius < cancellus «κάγκελο» έλαβε αυτή την ονομασία πιθ. επειδή αρχικά η λ. δήλωνε τον γραμματέα ο οποίος μεταβίβαζε τις αποφάσεις τού δικαστηρίου μέσω κιγκλιδωτής πύλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καγκελάριος — ο (λ. λατ.), τίτλος του υπουργού Eξωτερικών ή του πρωθυπουργού χωρών της Ευρώπης: Προ ημερών ήρθε στην Αθήνα ο καγκελάριος της Γερμανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καγκελάριος, Αλέξανδρος — (18ος αι.). Λόγιος και γιατρός από την Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη διόρθωση και τη φιλολογική επιμέλεια λειτουργικών κειμένων στη Βενετία. Επίσης, μετέφρασε από τα ιταλικά τον Βίο Πέτρου του Μεγάλου (1737) και από τα γαλλικά την Παλαιά ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βίσμαρκ, Ότο φον- — (Otto von Bismarck Schönhausen,Σενχάουζεν 1815 – Φρίντριχσρου 1898).Γερμανός πολιτικός. Απόγονος των Πρώσων Γιούνκερ,βουλευτής στη συντακτική συνέλευση του 1848, πολέμησε τους φιλελεύθερους αντιπαραθέτοντας στα προγράμματά τους το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Κολ, Χέλμουτ — (Helmut Kohl, Λούντβιχσαφεν 1930 –). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε ιστορία και υπήρξε μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας από το 1947. Αρχικά εξελέγη καγκελάριος της πόλης Λούντβιχσαφεν, αργότερα μέλος του κοινοβουλίου του… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

  • καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] …   Dictionary of Greek

  • λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”